πολιομυελιτικός

πολιομυελιτικός
-ή, -ό, Ν [πολιομυελίτιδα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιομυελίτιδα
2. αυτός που πάσχει από πολιομυελίτιδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”